Νυσήιος

Νυσήιος
Νυσήϊος , Νῦσα
Nysa
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Νυσήιος — Νυσήϊος, ὁ (Α) [Νύσα] (για τον Διόνυσο) αυτός που κατάγεται από την Νύσα, όρος τής Θράκης …   Dictionary of Greek

  • Νυσηίδες — Νυσηΐδες, αἱ (Α) [Νυσήϊος] Νύμφες που ανέθρεψαν τον Διόνυσο, με τον οποίο απεικονίζονται συνήθως σε αγγεία, ανάγλυφα κ.λπ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”